πυροφορος

πυροφορος
    πυροφόρος
    πῡρο-φόρος
    2
    1) производящий пшеницу, хлебородный
    

(ἄρουρα Hom.; πεδία Eur.)

    2) взращивающий пшеницу, благодатный
    

(θεαί Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πυροφορος" в других словарях:

  • πυροφόρος — πυροφόρος, α, ο και πυρφόρος, α, ο αυτός που έχει ή παράγει φωτιά: Πυροφόρα σώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… …   Dictionary of Greek

  • πυροφόρος — πῡροφόρος , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροφορώ — (I) έω, Α [πυροφόρος (Ι)] είμαι πυροφόρος, είμαι ιερέας υπεύθυνος για τη διατήρηση τής ιερής για τις θυσίες φωτιάς («πυροφορήσας Ἀσκληπιοῡ», επιγρ.). (II) έω, Α [πυροφόρος (II)] (για χώρα ή εδαφική έκταση) φέρω, δηλαδή παράγω, σιτάρι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

  • πυροφόρον — πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem acc sg πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕЛА —    • Gela,          ˝Γέλα, город на южном берегу Сицилии, на реке того же имени (ныне Fiume Oliva), основанный вместе Антифемом из Линдоса на острове Родосе и Ентимом из Криты (690 или 689 г. до Р. X.) и, следовательно, державшийся дорических… …   Реальный словарь классических древностей

  • PYRASUS — vir Troianus, ab Aiace bellô interfectus. Homerus. Item urbs Phthiae Stephano sic dicta, quod regio sit πυροφόρος, i. e. tritici ferax …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYROPHORI — Graece πυροφόροι iidem nonnullis videntur cum Frumentariis; hanc eius appellationis causam reddentibus, quod ex horreis publicis frumentum, quod civibus praebebant certâ mensurâ, in domos portarent. Sed Frumentarii non ii erant, qui frumentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… …   Dictionary of Greek

  • πουροφόρος — ο, Α βλ. πυροφόρος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»